μεγαλομάτης

μεγαλομάτης
-α, -ικο (Α μεγαλόμματος, -ον)
αυτός που έχει μεγάλα μάτια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο)-* + μάτι
το αρχ. μεγαλόμματος < μεγαλο-* + ὄμμα, ὄμματος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μεγαλ(ο)- — και μεγα / μεγά (ΑM μεγαλ[ο] και μεγα / μεγά ) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μέγας, μεγάλου. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι, κατά κανόνα, προσδιοριστικού τ. (δηλ. το α συνθετικό… …   Dictionary of Greek

  • μεγαλόμματος — μεγαλόμματος, ον (Α) βλ. μεγαλομάτης …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”